Κάνθαρον

Κάνθαρον
Κάνθαρος
dung-beetle
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κάνθαρον — κάνθαρος dung beetle masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • APIS — I. APIS Argivorum Rex II. Iovis fil. ex Niobe Phoronei filia, alio nomine Osiris appellatus, Isidem uxorem duxit; Achaiae regnô Aegialeo fratri concessô in Aegyptum traiecit: ubi cum homines rudes ad mitiotem vitae cultum traduxisset,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ιπποκομώ — ἱπποκομῶ, έω (Α) [ιπποκόμος] 1. τρέφω, περιποιούμαι ίππους 2. περιποιούμαι κάποιον ως ιπποκόμος («ἱπποκομῶ τὸν κάνθαρον» περιποιούμαι το σκαθάρι ως ιπποκόμος, Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

  • χορτάζω — Α 1. τρέφω βοσκήματα σε στάβλο ώστε να αυξηθεί το πάχος τους (α. «δὴ τότε [χειμῶνος ὥρην] χορτάζειν ἕλικας βόας ἔνδον ἐόντας», Ησίοδ. β. «χορτάσω τὸν κάνθαρον», Αριστοφ.) 2. (σχετικά με πρόσ.) ταΐζω 3. (αμτβ.) χορταίνω («ἱκανῶς κεχόρτασμαι»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”